- θωρακομετρία
- ηιατρ. μέτρηση τών διαστάσεων τού θώρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thoracometrie < thoraco (πρβλ. θώραξ) + -metrie (πρβλ. -μετρία < -μέτρης < μέτρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek